ἀναρριχᾶτ' — ἀ̱ναρριχᾶτο , ἀναρριχάομαι clamber up with the hands and feet imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀναρριχᾶται , ἀναρριχάομαι clamber up with the hands and feet pres subj mp 3rd sg ἀναρριχᾶται , ἀναρριχάομαι clamber up with the hands and feet pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EPHEBAEUM mel. EPHEBEUM vel EPHEBIUM — EPHEBAEUM, mel. EPHEBEUM vel EPHEBIUM secunda pars Gymnasiorum apud Vett. ubi illi convenire, atque de praemiis et exercendi genere pactiones facere solebant, qui simul exerceri volebant atque certare: quamquam Philander in ea fuit sententia,… … Hofmann J. Lexicon universale
Άπιος — (apios). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών με πέντε είδη, από τα οποία τα δύο είναι ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής και τα υπόλοιπα της Ασίας. Είναι πολυετείς, πολύκλαδες πόες, με ρίζες κονδυλώδεις και φύλλα φτερωτά με 3 έως 9… … Dictionary of Greek
άπιος — (apios). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών με πέντε είδη, από τα οποία τα δύο είναι ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής και τα υπόλοιπα της Ασίας. Είναι πολυετείς, πολύκλαδες πόες, με ρίζες κονδυλώδεις και φύλλα φτερωτά με 3 έως 9… … Dictionary of Greek
αγγουριά — (cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται… … Dictionary of Greek
αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… … Dictionary of Greek
αναρριχητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αναρρίχηση 2. αυτός που αναρριχάται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρίχησις ( η). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
κληματαριά — Φυτό αμπελιού που αναρριχάται σε δοκάρια ή τοίχους κατοικιών ή καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις. Το κλάδεμά του γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε τα καρποφόρα κλαδιά να βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το έδαφος. Η καλλιέργεια της κ. ήταν πολύ… … Dictionary of Greek
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
κρημνοβάτης — ο (AM κρημνοβάτης, Α δωρ. τ. κρημνοβάτας) αυτός που αναρριχάται ή που ζει σε γκρεμούς μσν. αρχ. αυτός που λέει μεγάλα λόγια, στομφώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο βάτης, υπνοβάτης] … Dictionary of Greek